- χασομέρης
- οαργόσχολος, αυτός που δεν εργάζεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασομέρης — ο, θηλ. χασομέρισσα, Ν [χασομέρι] 1. αργόσχολος 2. αυτός που χρονοτριβεί, που καθυστερεί … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
πασπάτης — α, ικο [πασπατεύω] αυτός που χρονοτριβεί, χασομέρης … Dictionary of Greek
περιδιαβαστής — ο, θηλ. περιδιαβάστρα, Ν [περιδιαβάζω] (συν. για δυσμενή χαρακτηρισμό) 1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο χασομέρης 2. χλευαστής, σκώπτης. επίρρ... περιδιαβαστά με χλευαστικό, σκωπτικό τρόπο … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
χάφτω — και χάβω Ν 1. τρώω με λαιμαργία 2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα β) σφετερίζομαι με απληστία 3. φρ. α) «χάφτω μύγες» i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας 4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει… … Dictionary of Greek
χασομερώ — και χασομεράω και χασομερνώ Ν [χασομέρης] 1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολος β) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγο γ) χάνω εργάσιμο χρόνο 2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τόν κάνω να καθυστερεί … Dictionary of Greek
χάφτω — και χάβω έχαψα 1. αρπάζω με το στόμα και καταπίνω, τρώγω λαίμαργα: Σ ένα λεπτό έχαψε το φαΐ του. 2. πιστεύω αβασάνιστα: Μη χάφτεις ό,τι σου λένε. 3. φρ., «Xάφτει μύγες», χάνει τον καιρό του, είναι χασομέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)